Περιπάταγαν νωχελικά στη μέση του δρόμου. Βήματα βαριά, ανάσες λαχανιασμένες με πρόσωπα σκυθρωπά. Κρατιούνταν από τα χείλη ο ένας του άλλου, από τις λέξεις που θα ψιθύριζαν τα στόματά τους. Ήταν νέοι και φοβόντουσαν τις λέξεις, όπως τον κόσμο εκεί έξω. Κάτι βάραινε τις αθώες ψυχές τους. Ήταν νύχτα άλλωστε, και το βράδυ οι λέξεις βγαίνουν από το στόμα πιο άγριες. Βαρύγδουπες εκσφενδονίζονται και προσκρούουν στο αυτί, σαν δυνατά χαστούκια στο πρόσωπο. Και σε ξυπνάνε από ύπνο βαθύ, όπως ένας τρομερός εφιάλτης. “Δεν είμαι αρκετός” είπε. “Νιώθω ατελής και αυτό με τρελαίνει.” Το κορίτσι τον κοίταξε προσεκτικά στα μάτια. Ξεφύσηξε διώχνοντας τον αέρα από το στήθος της μαζί και το βάρος που το πλάκωνε σθεναρά. Σταύρωσε τα χέρια της με αμηχανία και του είπε: “Αυτό που σε τρελαίνει είναι ότι δεν μπορείς να είσαι τέλειος”. Μα άνοιξε τα μάτια σου, δες τον εαυτό σου στον καθρέφτη και δες μπροστά σου τι έχεις. Έναν άνθρωπο. Και οι άνθρωποι γεννήθηκαν μέσα στο...