Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Σεπτέμβριος, 2023

Τα χέρια

  Tα χέρια του τρωτά. Αδύναμα και συνάμα ανίκανα να αισθανθούν. Γερασμένα απ' το σπαταλημένο χρόνο και τις σκόρπιες στιγμές που δεν τον γέμισαν ποτέ. Αναζητούσε μια παλάμη ν' ανοίξει τα κλειστά του δάχτυλα. Ποθούσε την ένωση των χεριών , τη θέρμη τους να νιώσει πάλι. "Γιατί τότε , ο κόσμος γίνεται απλός, ένας απλός παλμός." Ποιήμα για τον πίνακα του Egon Schiele- Tα χέρια.

Τα θέλω μου

  Προτιμώ τη μοναχική αυθυπαρξία  παρά την εξαρτημένη ανυπαρξία.               Τα θέλω μου δεν δέχομαι να τα χωρέσω  σε στενά υφάσματα ωραιοποίησης κεκαλυμμένων επιθυμιών.   Γιατί όσο και να πιέζονται προς τα μέσα,  κάποια στιγμή,  δίχως οξυγόνο,  θα σκιστεί κάθε ίνα συμβιβασμού και θα διαφανεί κάθε ρανίδα αλήθειας  κρυμμένης καταπιεσμένης από μια ανάγκη  αυταπάτης.

Η αποκάλυψη

  «Ποιος ήταν άραγε;» αναλογιζόταν. Το βλέμμα της προσηλωμένο στα κύματα της θάλασσας που απλώνονταν εμπρός της, στο νερό το οποίο ολοένα και άλλαζε μορφές μες τη ριπή του ανέμου. Ήταν Δεκαπενταύγουστος στο νησί και εκείνη μόνη κάθονταν στην αμμουδιά, αφημένη στην κάψα του μεσημεριανού ηλίου και στη δύναμη του αέρα. Επίμονα την ταλάνιζε εκείνο το ερώτημα: «Ποιος ήταν εκείνος ο άνδρας τελικά;». Στο μυαλό της έπαιζαν εικόνες του παρελθόντος. Η φιγούρα του ξεπηδούσε από τα άδυτα της μνήμης ξανά και ξανά. Σαν ταινία πρόβαλλαν σκηνές της μεταξύ τους ζωής στα βλέφαρά της. Το νερό της θάλασσας σαν λευκό πανί κινηματογράφου πρόβαλλε όλες τις θύμησες. Με γοργούς ρυθμούς έρχονταν και έφευγαν οι εικόνες στην προσπάθειά της να απαντήσει στο ερώτημα. Ξαφνικά, έκλεισαν τα μάτια της. Δάκρυα. «Τέλος.» άκουσε τη φωνή του. Τη φωνή εκείνου του άγνωστου άνδρα. «Όλα φτάνουν στο τέλος τους. Και εγώ δεν είμαι πια ερωτευμένος..» Λίγες λέξεις πρόφερε και έγινε ένας ξένος, πεντάξενος… Δεν γνώριζε ποιος ...

Διάλογος με τ' άστρα

  Περιπάταγαν νωχελικά στη μέση του δρόμου. Βήματα βαριά, ανάσες λαχανιασμένες με πρόσωπα σκυθρωπά. Κρατιούνταν από τα χείλη ο ένας του άλλου, από τις λέξεις που θα ψιθύριζαν τα στόματά τους. Ήταν νέοι και φοβόντουσαν τις λέξεις, όπως τον κόσμο εκεί έξω.  Κάτι βάραινε τις αθώες ψυχές τους. Ήταν νύχτα άλλωστε, και το βράδυ οι λέξεις βγαίνουν από το στόμα πιο άγριες. Βαρύγδουπες εκσφενδονίζονται και προσκρούουν στο αυτί, σαν δυνατά χαστούκια στο πρόσωπο. Και σε ξυπνάνε από ύπνο βαθύ, όπως ένας τρομερός εφιάλτης.  “Δεν είμαι αρκετός” είπε. “Νιώθω ατελής και αυτό με τρελαίνει.”  Το κορίτσι τον κοίταξε προσεκτικά στα μάτια. Ξεφύσηξε διώχνοντας τον αέρα από το στήθος της μαζί και το βάρος που το πλάκωνε σθεναρά. Σταύρωσε τα χέρια της με αμηχανία και του είπε: “Αυτό που σε τρελαίνει είναι ότι  δεν μπορείς να είσαι  τέλειος”. Μα άνοιξε τα μάτια σου, δες τον εαυτό σου στον καθρέφτη και δες μπροστά σου τι έχεις. Έναν άνθρωπο. Και οι άνθρωποι γεννήθηκαν μέσα στο...